- συγκαταριθμοῦμαι
- συγκαταριθμέωreckon inpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταριθμώ — συγκαταριθμῶ, έω, ΝΜΑ [καταριθμῶ] συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω αρχ. μέσ. συγκαταριθμοῡμαι, έομαι (με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek